- νανοσωμία
- ηνανισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nanosomia < νεολατ. nanosomia < nano- (< νᾶνος) + -somia (< σῶμα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νανοκορμία — η ιατρ. νανοσωμία, νανισμός … Dictionary of Greek
νανοφυΐα — η νανισμός, νανοσωμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < νανοφυής. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek